- εκτόπισμα
- το мор. водоизмещение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτόπισμα — το 1. η ποσότητα υγρού που εκτοπίζει ένα σώμα όταν βυθίζεται σε αυτό 2. ναυτ. ο όγκος τού νερού που εκτοπίζεται από το πλοίο όταν βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας … Dictionary of Greek
εκτόπισμα — το, ατος 1. η ποσότητα υγρού που εκτοπίζεται από σώμα που βυθίζεται ή επιπλέει σ’ αυτό. 2. (ναυτ.), ο όγκος νερού που εκτοπίζεται από πλοίο σε κατάσταση ηρεμίας και που μετριέται σε κυβικά μέτρα ή σε κυβικά πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α … Dictionary of Greek
αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
ανθυποβρυχιακό — Ναυτική μονάδα περιορισμένου εκτοπίσματος, που προορίζεται για την αναζήτηση και καταστροφή των υποβρυχίων, τόσο στα ανοιχτά όσο και κοντά στα λιμάνια. Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων, οι μονάδες που κατασκευάζονταν ειδικά γι’… … Dictionary of Greek
Έλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, και αδελφή του Φρίξου. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, επειδή η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα, Ινώ, μισούσε τα παιδιά … Dictionary of Greek
θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… … Dictionary of Greek